υποτροπικός

υποτροπικός
(I)
-ή, -ό / ὑποτροπικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὑποτροπή]
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους.
————————
(II)
-ή, -ό, Ν
1. (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραπάνω ζώνες (α. «υποτροπικό κλίμα» β. «υποτροπική βλάστηση»)
3. φρ. α) «υποτροπικός αεροχείμαρρος»
(μετεωρ.) ρεύμα αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή ζώνη γύρω από κάθε ημισφαίριο στην περιοχή τών γεωγραφικών πλατών 30° περίπου
β) «υποτροπικό υψηλό»
(μετεωρ.) καθεμιά από τις πολλές περιοχές τής ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης πάνω από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά πλάτη 35° περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + τροπικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποτροπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για αρρώστια), αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζεται με υποτροπή. 2. (γεωγρ.), αυτός που βρίσκεται κοντά στις τροπικές ζώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτροπικόν — ὑποτροπικός indicating relapse masc acc sg ὑποτροπικός indicating relapse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”